nonagenario - ορισμός. Τι είναι το nonagenario
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι nonagenario - ορισμός


nonagenario      
adj.
Que ha cumplido la edad de noventa años y no llega a la de ciento. Se utiliza también como sustantivo.
nonagenario      
Sinónimos
sustantivo/adjetivo
nonagenario      
nonagenario, -a (del lat. "nonagenarius") adj. y n. Aplicado a organismos; particularmente, a personas, se dice del que tiene más de noventa años de *edad, sin llegar a cien. Noventón.
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για nonagenario
1. Mark Felt negoció sin éxito con Woodward desvelar el enigma sobre el Watergate El nonagenario W.
2. Así lo anunció ayer el ahora nonagenario ex funcionario y fue confirmado horas después por los reporteros Bob Woodward y Carl Bernstein.
3. Todavía hoy es buscado por el centro caza-nazis Simon Wiesenthal, que sospecha que el ya nonagenario criminal de guerra se esconde en el sur de Chile.
4. Y es que Goodbye, America es un recorrido por la vida de un lúcido nonagenario y también por la historia estadounidense reciente.
5. Ramón Santana, un nonagenario que ahora es el decano de los habitantes de Morro, guarda un papel en el que cuenta esa historia.
Τι είναι nonagenario - ορισμός